ντουσουρμές

ντουσουρμές
ο
1. (κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) το παιδομάζωμα τών γενιτσάρων
2. ασήμαντος στρατός αποτελούμενος από ετερόκλητα στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”